- κάροινον
- κάροινον και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α)1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» — τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. τού επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το οἶνος λόγω τού χαρακτηρισμού ενός λυδικής προελεύσεως κρασιού (καρύϊνος οἶνος)].
Dictionary of Greek. 2013.